Αξιολόγηση Εκτάκτου Ανάγκης;
Η προοπτική της επερχόμενης σειράς εκλογικών αναμετρήσεων, ανάγκασε την κυβέρνηση σε νομοθετικούς ακροβατισμούς προκειμένου να ξεπεράσει τις καθυστερήσεις που τόσο οι ίδιες οι νομοθετημένες τυπικές διαδικασίες του αξιολογικού πλέγματος συνεπάγονται όσο και οι εξωθεσμικοί διαγκωνισμοί των διαφόρων κομματικών και κρατικών φατριών της διοίκησης επιβάλλουν. Έτσι, βλέπουμε να προωθείται επί σπουδή μια sui generis ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, από την οποία απουσιάζουν οι «φυσικοί» αξιολογητές που θα διεκπεραίωναν το αισχρό αυτό έργο: ενώ τα δύο τρίτα της πρώτου βαθμού ατομικής αξιολόγησης περνούν από τα χέρια των διευθυντών σχολικών μονάδων, τέτοιοι δεν έχουν ακόμα οριστεί. Επιπλέον, στις θέσεις των περίφημων εποπτών ποιότητας της εκπαίδευσης, που δεν έχουν καν προκηρυχθεί, κάθισαν τους διευθυντές ΔΔΕ μόνο και μόνο για να μην μείνει κενή η καρέκλα! Πρόκειται για μια ατομική αξιολόγηση εκτάκτου ανάγκης, που, συν τοις άλλοις, εκθέτει την ασημαντότητα ενός δήθεν μελετημένου θεσμικού πλαισίου, θυμίζοντας τα καινούργια ρούχα του βασιλιά. Η αξιολόγηση είναι γυμνή!
Η έκτακτη ανάγκη βέβαια δεν είναι άλλη από την επιδίωξη του αστικού κράτους να περάσει την εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση ελαχιστοποιώντας την πολιτική/εκλογική ζημιά των καθεστωτικών κομμάτων. Η αξιολόγηση θα έχει εγκατασταθεί στα εκπαιδευτικά πράγματα από μια κυβέρνηση που, σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, δεν θα υπάρχει πια και την οποία κανείς δεν θα ενδιαφερόταν πλέον να υπερασπίσει. Οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε εύκολα να εφαρμόζει την αξιολογική διαδικασία επικαλούμενη απλώς την περίφημη συνέχεια του κράτους, εν ανάγκη αναθεματίζοντας υποκριτικά την ίδια την αξιολόγηση που εφαρμόζει. Δεν είναι άλλωστε πολύ μακριά ο τραγέλαφος της πρώτης φοράς αριστερά που εφάρμοζε το ένα μνημόνιο μετά το άλλο ενώ καταριόταν ανελλιπώς τα μνημόνια και τους «θεσμούς».
Από την άλλη βέβαια, η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει να συσπειρώσει εκλογικά γύρω από το τη ΝΔ το μικροαστικό ακροατήριο του νόμου και της τάξης επιδεικνύοντας την επαναφορά στα σχολεία του επιθεωρητή, άλλοτε ιδεολογικού χωροφύλακα του εμφυλιοπολεμικού κράτους, τώρα πλέον ιδεολογικού χωροφύλακα της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής ορθοδοξίας. Είναι μια κάποια «πρόοδος»!
Η πρώτη απάντηση του κόσμου της εκπαίδευσης, η απεργία της 15ης Φλεβάρη, αποτέλεσε μια αγωνιστική ανάταση ενός μάλλον υποτονικού εκπαιδευτικού κινήματος. Τα ποσοστά των απεργών ήταν πολλαπλάσια των απεργιακών ποσοστών που καταγράφονταν τα τελευταία χρόνια και, πολύ σπουδαιότερο, οι απεργιακές συγκεντρώσεις είδαν εκπαιδευτικούς που είχαν πολύ καιρό να δώσουν το παρόν. Σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, όπου οι λιγοστοί απεργοί απεργούσαν από το σπίτι τους, τώρα περισσότεροι και περισσότερες ένοιωσαν την ανάγκη να κατεβούν στο δρόμο μαζί με τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές τους. Η απεργία της 15ης λοιπόν ανοίγει δυνατότητες για να αποκρουστεί ακόμα μια, η τωρινή, έφοδος της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης.
Αν αυτές οι δυνατότητες πρόκειται να αξιοποιηθούν, τότε οι δυσκολίες και οι ανεπάρκειες της δικής μας πλευράς αλλά και το συνολικό διακύβευμα όπως το καθορίζει – δυστυχώς – ο αντίπαλος, πρέπει να αναγνωρισθούν σωστά και ρητά.
Πού βρίσκονται τα πράγματα;
Από τη μεριά του κεφαλαίου λοιπόν, εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση και η αιχμή της – η αξιολόγηση – δεν αποτελούν κάποιο εκτρωματικό παράγωγο μιας διεστραμμένης νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, όπως η καθεστωτική αριστερά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θέλουν να το παρουσιάσουν. Η εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση αποτελεί στρατηγική επιλογή της Διεθνούς του Κεφαλαίου, την οποία, εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, προωθούν ταυτόχρονα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη οι κυβερνήσεις. Αποτελεί κρίσιμο μέρος της αναζήτησης ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, που θα έβγαζε την αστική κοινωνία από την κρίση. Αν οι αντιστάσεις που βρίσκει, προκαλούν διαθλάσεις και προσαρμογές της κεντρικής πολιτικής γραμμής, τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της γραμμής, η ίδια η γραμμή εντέλει, είναι εν τούτοις παντού ορατή και αναγνωρίσιμη. Από την άποψη αυτή, η αντίθεση στην εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση αποκτά έναν οιονεί μεταβατικό χαρακτήρα, αφού αμφισβητεί έστω και εμμέσως την ανάγκη του κεφαλαίου να αλλάξει παραγωγικό υπόδειγμα στην προσπάθειά του να ξεπεράσει την βαθιά δομική του κρίση, εις βάρος της εργασίας. Ένας αγώνας που στην πλήρη του ανάπτυξη θα εναντιωνόταν στους αστικούς σχεδιασμούς, βάζει επί τάπητος το ζήτημα του ποιος αποφασίζει για την παραγωγή και επομένως αμφισβητεί τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η συνειδητή ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα όμως, βρίσκεται πέραν των ορίων του συνδικαλισμού και θα απαιτούσε διαφορετικού τύπου εργατικές οργανώσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε, ως Αντικαπιταλιστική Πρωτοβουλία Εκπαιδευτικών, από καιρό επισημάνει ότι η ματαίωση της αξιολόγησης και της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης συνολικά, βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες των συνδικάτων και θα απαιτούσε ένα μείζον πολιτικό γεγονός, μια αποφασιστική είσοδο της εργατικής τάξης στην πολιτική σκηνή και, μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο, όπως διεθνής είναι και η επίθεση του κεφαλαίου.
Εκείνο που βρίσκεται εντός του βεληνεκούς του συνδικαλισμού, είναι αντίθετα η πάλη για το σημείο ισορροπίας, για το πού θα κατασταλάξει ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια πόσο ακριβά θα πληρώσει ο κόσμος της εργασίας το μάρμαρο της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης, πόσο ζοφερό θα είναι το εκπαιδευτικό τοπίο συνολικά και το σχολείο του ελληνικού αστικού κράτους ειδικότερα. Πόσο θα μπορούμε να αναπνέουμε σαν άνθρωποι, σαν εργαζόμενοι και σαν επιστήμονες μέσα στο σχολείο.
Το βέβαιο είναι ότι η διοίκηση μας πέταξε το γάντι και ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να της το επιστρέψουμε κατά πρόσωπο. Ό,τι μπορεί να γίνει από τη μεριά του κόσμου της εκπαίδευσης για την υπεράσπιση της ζωής και της αξιοπρέπειάς του, περνάει απαραίτητα από την απόκρουση της αξιολόγησης. Καμιά συζήτηση δεν μπορεί να γίνει χωρίς αυτό το προαπαιτούμενο!
Από τη μεριά των συνδικάτων, πάλι τα πράγματα απέχουν πολύ από το να είναι ρόδινα. Τον πολιτικό χώρο που άνοιξε η απεργία της 15ης Φλεβάρη καλούνται να αξιοποιήσουν τρεις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες σε βαριά γραφειοκρατική παράλυση. ΔΟΕ, ΟΛΜΕ και ΠΟΣΕΠΕΑ μας έχουν συνηθίσει σε λογής κυβιστήσεις, ξεπουλήματα και αθλιότητες. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που δρουν σε αυτές τις ομοσπονδίες και στα αντίστοιχα πρωτοβάθμια σωματεία δεν αντιτίθενται στην εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση γενικώς και στην αξιολόγηση ειδικότερα, αλλά αποκλειστικά στην «αξιολόγηση της Κεραμέως», στην «τιμωρητική αξιολόγηση» ή στην …. «αντιεπιστημονική αξιολόγηση». Για τις παρατάξεις αυτές υπάρχει επομένως – και είναι καλοδεχούμενη – κάποια «καλή», κάποια «μη τιμωρητική» και κάποια «επιστημονική» αξιολόγηση. Αν σήμερα οι λογής γραφειοκρατίες κινούνται ενάντια στην αξιολόγηση, το κάνουν γιατί αισθάνονται την πίεση της βάσης που απορρίπτει μαζικά και κάθετα την αξιολόγηση. Αισθάνονται την οργή ενάντια στην αξιολόγηση και την αγανάκτηση της εκπαιδευτικής βάσης, που απειλούν να διαρρήξουν τη σχέση της με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, εάν αυτή δεν συμμορφωθεί, εάν δεν απορρίψει και αυτή έμπρακτα την αξιολόγηση, αν δεν αναλάβει την ηγεσία του αντιαξιολογικού αγώνα. Αυτός ο κίνδυνος άρκεσε για να εξαναγκάσει τις γραφειοκρατίες σε μια «ομόφωνη» απεργιακή απόφαση.
Το γεγονός ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μπήκε μπροστά ενάντια στην αξιολόγηση, είναι μεν αποτέλεσμα της πίεσης από τα κάτω, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει και την αποφασιστικότητα της βάσης να αποκρούσει την κυβερνητική επίθεση, συσπειρώνει ακόμα περισσότερες δυνάμεις και δημιουργεί έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό δυνάμεων. Αποτελεί λοιπόν, υπό αυτούς τους όρους, μια θετική εξέλιξη. Το ερώτημα για τη βάση και τη συνδικαλιστική αριστερά είναι πώς θα διατηρηθεί αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων στις διάφορες τροπές του αγώνα, όταν από τη μια μεριά έχουμε μια κυβέρνηση που ούτε θέλει και, τώρα πια, ούτε μπορεί να κάνει πίσω και, από την άλλη, μια συνδικαλιστική ηγεσία που ψάχνει πρόφαση για να ξεπουλήσει τον αγώνα της βάσης. Αν είναι προφανές ότι οι απεργοί χρειάζεται να ελέγχουν οι ίδιοι και οι ίδιες τον αγώνα τους, τότε το ερώτημα είναι, πώς η βάση μπορεί να πάρει τα ηνία του αγώνα από τα χέρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, πώς η ανάθεση θα γίνει αυτοδιεύθυνση.
Πώς μπορούμε να νικήσουμε;
Η αδράνεια της γραφειοκρατίας των ομοσπονδιών βρίσκεται αναμφίβολα στο κέντρο της προβληματικής της συνδικαλιστικής αριστεράς. Μια πιθανή και υπαρκτή απάντηση είναι οι συντονισμοί των πρωτοβάθμιων σωματείων˙ πρακτικά τα σωματεία στα ΔΣ των οποίων πλειοψηφούν οι Παρεμβάσεις και κατά περίπτωση το ΠΑΜΕ, υπό την αίρεση πάντα των εκάστοτε πολιτικών λογαριασμών του Περισσού. Η αντικειμενική δυνατότητα των συντονισμών έγκειται στο γεγονός, ότι στο επίπεδο των πρωτοβάθμιων σωματείων τα πράγματα είναι κατά τόπους, αλλά μόνο κατά τόπους, καλύτερα όσον αφορά την επιρροή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα με αυτή την αντίληψη.
Το πρώτο είναι γενικού χαρακτήρα: Τα ΔΣ των πρωτοβάθμιων σωματείων, δια των οποίων αυτά συντονίζονται, αποτελούν πολιτικές αποκρυσταλλώσεις μιας παρελθούσας αγωνιστικής νηνεμίας. Τα ΔΣ περιέχουν λοιπόν είτε πλειοψηφίες είτε και μειοψηφίες που είναι υπέρ της αξιολόγησης. Ακόμα χειρότερα, περιέχουν αξιολογητές και αξιολογήτριες: διευθύντριες και διευθυντές εν ενεργεία ή εν αναμονή των κρίσεων. Πόσο λογικό είναι να βάζει κανείς έναν αξιολογητή, μια αξιολογήτρια επικεφαλής του αγώνα κατά της αξιολόγησης; Δεν είναι φανερό ότι, όταν ένας αγώνας αναλαμβάνεται, τα ΔΣ που αντανακλούν πολιτικά μια κινηματική άμπωτη δεν είναι η κατάλληλη ηγεσία της κινηματικής πλημμυρίδας;
Αφήνουμε εδώ κατά μέρος την απόλυτα δικαιολογημένη κριτική ότι ΔΣ πρωτοβάθμιων μετέχουν συχνά σε συντονισμούς ερήμην της βάσης τους και ότι, έτσι, οι συντονισμοί πρωτοβάθμιων αποκτούν επίσης έναν χαρακτήρα συντονισμών της εξωκοινοβουλευτικής συνδικαλιστικής αριστεράς. Παραμένει εντούτοις ένα δεύτερο πρόβλημα. Το γεγονός ότι με αποκλειστικά και μόνους τους συντονισμούς των πρωτοβάθμιων σωματείων πετυχαίνεις το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι επιδιώκεις, να συντονίσεις δηλαδή τον αγώνα από τα κάτω.
Στα συντριπτικά περισσότερα από τα πρωτοβάθμια σωματεία, οι πλειοψηφίες των ΔΣ είναι γραφειοκρατικού προσανατολισμού και επομένως δεν συμμετέχουν στους συντονισμούς. Σε αυτά τα σωματεία όμως, υπάρχει και ένα πραγματικό αγωνιστικό δυναμικό πιθανότατα πολλαπλάσιο συνολικά από το πραγματικό αγωνιστικό δυναμικό των συντονιζόμενων πρωτοβάθμιων, το οποίο οργανωτικά απομονώνεται και επομένως αδρανοποιείται. Ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων εκ κατασκευής δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το αγωνιστικό δυναμικό των πρωτοβάθμιων σωματείων που οι διοικήσεις τους δεν συμμετέχουν στο συντονισμό. Αυτό το πρόβλημα φάνηκε σε όλη του τη μιζέρια ακριβώς εκεί, όπου οι συντονισμοί πρωτοβάθμιων επέδειξαν χειροπιαστή τη χρησιμότητά τους, κηρύσσοντας απεργία αποχή από την αξιολόγηση σχολικής μονάδας όταν η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ομοσπονδιών ανέκρουσε πρύμναν και ευθυγραμμίστηκε με την Κεραμέως. Στις ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ όπου είχαμε κηρυγμένη απεργία–αποχή απεργούσαμε, ενώ συνάδελφοι και συναδέλφισσές μας σε άλλες ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ, που είχαν αγωνιστικές διαθέσεις, είτε συμπλήρωναν φόρμες και ομάδες εργασίας, είτε παρακολουθούσαν ανήμποροι τους διευθυντές και τις διευθύντριες να το κάνουν για λογαριασμό τους! Από την άλλη οι διοικήσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων που συμμετείχαν στους συντονισμούς, βρέθηκαν πολλές φορές παραπάνω από το απαραίτητο ένα βήμα μπροστά από τη βάση τους, αποκομμένες από τη συντηρητικότερη τουλάχιστον μερίδα των μελών τους.
Είναι φανερό ότι οι Συντονισμοί Πρωτοβάθμιων δεν είναι ούτε αρκετά ευρείς για να κάνουν τη διαφορά, ούτε αρκετά διεισδυτικοί για να οργανώσουν την κινητοποίηση της βάσης.
Το πρόβλημα παραμένει:
Πώς απομονώνεις τους αξιολογητές των ΔΣ από το να έχουν λόγο στην εξέλιξη του αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση και στην εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση;
Πώς φτάνεις μέχρι τον τελευταίο απεργό στο πιο κίτρινο πρωτοβάθμιο σωματείο;
Πώς αφαιρείς από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τη διεύθυνση του αγώνα;
Για την Αντικαπιταλιστική Πρωτοβουλία Εκπαιδευτικών η απάντηση είναι το πολιτικό κεκτημένο της εργατικής τάξης, η συγκρότηση απεργιακών επιτροπών: κατά νησί στις νησιωτικές ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ, κατά πόλη, κατά ομάδα σχολείων ή κατά ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ στην ηπειρωτική χώρα. Απεργιακές επιτροπές τις οποίες συγκροτούν απεργοί και όχι απεργοσπάστες και τις οποίες τα μέλη των ΔΣ που πράγματι ενδιαφέρονται για την απόκρουση της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης μπορούν να πλαισιώσουν και να ενισχύσουν.
Πλάι στους υπάρχοντες συντονισμούς πρωτοβάθμιων χρειάζεται να δοκιμάσουμε και συντονισμούς απεργιακών επιτροπών που θα αναλαμβάνουν το πρακτικό μέρος της εξέλιξης του αγώνα, τις τακτικές αποφάσεις και, στο βαθμό που γενικευθούν αρκετά, τις στρατηγικές επιλογές. Οι Γενικές Συνελεύσεις των Προέδρων που τυπικά είναι οι συνδικαλιστικά «αρμόδιες» για τις απεργίες, πρέπει να συνεδριάζουν υπό τη σκιά και καθ’ υπαγόρευση των συντονισμών και των απεργιακών επιτροπών, αν δεν θέλουμε να αφήσουμε κανένα περιθώριο στη γραφειοκρατία για συνδικαλιστικά πραξικοπήματα και ξεπουλήματα.
Σχόλια