Από την Πανδημία σε μια Θάλασσα Αμάθειας
Η συσχέτιση μεταξύ εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων στη Βουλγαρία βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Ωστόσο, σπάνια ακούμε μεταρρυθμιστικές προτάσεις πέραν από το υπάρχον, βασισμένο στον ανταγωνισμό, την αποκέντρωση και την οικονομική αυτονομία, νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό μοντέλο. Η εμφάνιση και μεγέθυνση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, περίπου ένα χρόνο στην πανδημία, εκθέτει κάποιες βαθιές αντιφάσεις. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στη δημόσια υγεία και στις δυσλειτουργικές εξ αποστάσεως εκπαιδευτικές μεθόδους, η κυβέρνηση κατέληξε να μετακυλήσει την ευθύνη της στους διευθυντές των σχολείων.
Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF
στη Βουλγαρία τουλάχιστον 50.000 παιδιά έμειναν έξω από την εξ αποστάσεως
μάθηση το 2020 λόγω έλλειψης πρόσβασης στο Διαδίκτυο και στις ηλεκτρονικές συσκευές.
Σχεδόν το 60% των γονέων αναμένουν ακόμη λιγότερη συμμετοχή το 2021. Οι πιο
ευάλωτοι μαθητές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως δείχνει μια
άλλη πρόσφατη μελέτη , προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εκπαιδευτικού
επιπέδου, χαμηλού εισοδήματος ή μειονοτικές. Το είδος των ηλεκτρονικών συσκευών
που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξ αποστάσεως
εκπαίδευση ή να γράψουν τις εργασίες τους, για παράδειγμα, έχει επίσης μεγάλη
σημασία. Η τηλεκπαίδευση μέσα από ένα παλιό smartphone σε ένα πολυσύχναστο
δωμάτιο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρή εκπαίδευση, αλλά θα
προσμετρούνταν στις κυβερνητικές στατιστικές.
Το γεγονός ότι τα λοκντάουν και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση
διεύρυναν τις υπάρχουσες ανισότητες δεν αποτελεί έκπληξη. Το βουλγαρικό
εκπαιδευτικό σύστημα είχε ήδη κατηγορηθεί
ότι αυξάνει την κοινωνική αδικία. Αλλά πώς μετράμε τις ανισότητες στην
εκπαίδευση, πώς αξιολογούμε αυτό που τις προκαλεί και πώς φανταζόμαστε εκείνο
που χρειάζεται για να τις θεραπεύσουμε;
Τα αποτελέσματα από το Πρόγραμμα Διεθνούς Μαθητικής
Αξιολόγησης (PISA) του ΟΟΣΑ καταλαμβάνουν πάντα τα πρωτοσέλιδα των βουλγαρικών
μέσων μαζικής ενημέρωσης, προκαλώντας έντονες συζητήσεις και κυβερνητικές
υποσχέσεις για περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με την έρευνα PISA του 2018,
περισσότεροι από τα μισά 15χρονα παιδιά είχαν χαμηλή ικανότητα ανάγνωσης,
έναντι 77% στον αντίστοιχο μέσο όρο των
χωρών του ΟΟΣΑ . Ταυτόχρονα, μόνο το 2% των Βουλγάρων μαθητών σημείωσε υψηλή
βαθμολογία όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος του ΟΟΣΑ έφτανε το 9%. Επιπλέον, τα
στοιχεία για τη Βουλγαρία δείχνουν σταθερά ότι οι μαθητές που προέρχονται από
οικονομικά προνομιούχες οικογένειες τείνουν να ξεπερνούν σημαντικά εκείνους από
φτωχότερα νοικοκυριά, από τους οποίους μάλιστα το μηδέν τοις εκατό αρίστευσε
στην ανάγνωση.
Οι μετρήσεις PISA βασίζονται σε τυποποιημένες εξετάσεις σε
συγκεκριμένα πλαίσια τα οποία δεν παίρνουν υπόψη τα εθνικά προγράμματα σπουδών.
Έχουν επικριθεί
ότι προωθούν την νεοφιλελεύθερη ατζέντα του ΟΟΣΑ, όπως συνοψίζεται στο σύνθημά
του «Για μια καλύτερη παγκόσμια οικονομία». Ο PISA επικεντρώνεται στον
ανταγωνισμό και βασίζεται σε κριτήρια όπως «εφαρμόσιμες γνώσεις» και
λειτουργικός γραμματισμός. Αγνοεί τις ιδιαιτερότητες, την κριτική σκέψη και τις
θεμελιώδεις επιστήμες. Επιπλέον, ως απάντηση στις επικρίσεις που σχετίζονται με
τα αποτελέσματα της PISA, η βουλγαρική κυβέρνηση προτείνει ακόμα περισσότερο
από τα ίδια. «Το κύριο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να μετασχηματισθεί η
γνώση σε ικανότητες και δεξιότητες, δεν μπορούμε να προτείνουμε ή να σκεφτούμε
οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση», ισχυρίστηκε
ο υπουργός Παιδείας .
Το ίδιο το γλωσσάριο του PISA, «εφαρμόσιμη γνώση», «αριστεία», «από τη γνώση
στις δεξιότητες», «διά βίου μάθηση», «οικονομία της γνώσης» και όλο το υπόλοιπο
νεοφιλελεύθερο newspeak προσανατολίζεται στην υποταγή της εκπαίδευσης σε
βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της αγοράς. Η χαμηλού κόστους εκπαίδευση της Βουλγαρίας
αντικατοπτρίζει τη γενική αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, η οποία βασίζεται
σε χαμηλούς μισθούς, χαμηλούς φόρους και θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας. Οι
κυβερνητικές προσπάθειες για τη μείωση των δαπανών για την εκπαίδευση και τη
μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων οδηγούν στα χτυπητά επίπεδα αναλφαβητισμού
τα οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει
ακόμα περισσότερο από τα ίδια. Παρά την αναγνώριση της ανάγκης
αντιμετώπισης των ανισοτήτων, η κυβέρνηση συνεχίζει να μειώνει τις δαπάνες
για την εκπαίδευση - το 2018 ήταν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ (3,2% του ΑΕΠ
σε σύγκριση με το 4,7% της ΕΕ-27).
Ένας σοβαρός περιορισμός του PISA και των παρόμοιων
αξιολογήσεων είναι ότι η συσχέτιση μεταξύ του ταξικού υπόβαθρου και της
επάρκειας των μαθητών κατανοείται με πολιτιστικούς όρους. Ο βασικός παράγοντας
φαίνεται να μην είναι κοινωνική τάξη, αλλά «το γενικό πολιτιστικό κλίμα στην
οικογένεια», που μετράται από τον αριθμό των βιβλίων που περιέχει η βιβλιοθήκη
του κάθε νοικοκυριού, όπως διαβάζουμε
σε μία μελέτη. Παρομοίως, οι κυρίαρχες συζητήσεις σχετικά με τις εκπαιδευτικές
ανισότητες κλείνουν τα μάτια μπροστά στο δομικό ρατσισμό, αγνοώντας τον μικρό
αριθμό εκπαιδευτικών που μιλούν άπταιστα τις μειονοτικές γλώσσες, τους χαμηλούς
μισθούς ή το φορολογικό σύστημα. Η τάση να εξηγούνται οι εκπαιδευτικές
ανισότητες στο πολιτιστικό και όχι στο οικονομικό ή στο ευρύ διαρθρωτικό
επίπεδο χαιρετίζεται από τους συντηρητικούς που μπορούν έτσι να ρίχνουν το
φταίξιμο στις οικογένειες για την κακή σχολική επίδοση των παιδιών τους.
Η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση ρίχνει την ευθύνη τόσο στις
οικογένειες όσο και στους εκπαιδευτικούς. Το σχολικό προσωπικό υποχρεούται από
την κυβέρνηση να παρακολουθεί αμέτρητες επιμορφώσεις, που πραγματοποιούν
κερδοσκοπικές εταιρείες, σχετικά με την προώθηση του ανταγωνισμού, την
υποστήριξη της «αριστείας», της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας.
Παραμένει ασαφές πώς μια τέτοια ατομικιστική προσέγγιση μπορεί να αντισταθμίσει
τις εντεινόμενες ανισότητες.
Μία πτυχή της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης
στη Βουλγαρία είναι η μετατόπιση της ευθύνης από την κυβέρνηση προς τους
εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται
την πανδημία είναι ενδεικτικός. Τον περασμένο Μάρτιο, η ημερομηνία για το
κλείσιμο των σχολείων ανακοινώθηκε λιγότερο από μια εβδομάδα πιο πριν,
αναγκάζοντας το προσωπικό να οργανώσουν την ηλεκτρονική εκπαίδευση μόνοι τους,
χωρίς να διαθέτουν εξοπλισμό, σύνδεση στο Διαδίκτυο ή ενημέρωση για μια
κατάλληλη διαδικτυακή πλατφόρμα διδασκαλίας. Το αποτέλεσμα ήταν, πως ορισμένα
σχολεία απλά δεν πραγματοποίησαν καμία διδασκαλία, ενώ άλλα έστελναν στους
μαθητές email με εβδομαδιαίες ενημερώσεις. Μερικά πάλι σχολεία τα κατάφεραν, σε
ορισμένες περιπτώσεις μόνο χάρη στους πιο έμπειρους στην τεχνολογία μαθητές (συχνά
gamers), οι οποίοι δημιούργησαν διαδικτυακές πλατφόρμες και εκπαίδευσαν τους
δασκάλους τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ορισμένα σχολεία
εξακολουθούν να χρησιμοποιούν πλατφόρμες επικοινωνίας που έχουν σχεδιαστεί για
διαδικτυακά παιχνίδια, όπως το Discord.
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας το περασμένο φθινόπωρο, η
κυβέρνηση προώθησε ακόμη περισσότερο την σχολική αυτονομία επιτρέποντας να
αποφασίζουν τα ίδια τα σχολεία εάν θα συνεχίσουν τη δια ζώσης διδασκαλία και
υπό ποια μορφή. Το Υπουργείο Παιδείας δεν καθόρισε ούτε καν τη διάρκεια του
μαθήματος που κυμαινόταν από 0 έως 40 λεπτά. Τα σχολεία θα μπορούσαν να
αποφασίσουν για τα μέτρα δημόσιας υγείας (πού και πώς να φορούν μάσκες, τους
κανόνες της φυσικής αποστασιοποίησης κ.λπ.). Η έλλειψη κεντρικών οδηγιών
οδήγησε σε ατελείωτες διαδικτυακές συζητήσεις μεταξύ των μελών του προσωπικού
σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μασκών και την ύπαρξη του COVID-19.
Η σύγχυση που προκάλεσε η απόσυρση του κράτους
μεταφράζεται στο ότι πλειονότητα των δημόσιων σχολείων πασχίζουν να σχεδιάσουν
ένα ασφαλές και προσιτό περιβάλλον μάθησης, τόσο διαδικτυακά όσο και δια ζώσης.
Σε αντίθεση με αυτά, τα σχολεία ελίτ, όπου είναι συγκεντρωμένα τα παιδιά των
ευπόρων, μπόρεσαν να μεταβούν γρήγορα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Είχαν
επαρκή εξοπλισμό και υποδομή τόσο στα σχολεία όσο και στο σπίτι. Μετά την
ταχεία αύξηση των θανάτων από την πανδημία τον Οκτώβριο και τις αναφορές των
μέσων ενημέρωσης για δεκάδες εκπαιδευτικούς που πέθαναν από το COVID-19, η
κυβέρνηση αναγκάστηκε το Νοέμβριο να κλείσει τα σχολεία. Αυτή η απόφαση ελήφθη
μόνο επειδή το σχολικό σύστημα θα έκλεινε ούτως ή άλλως λόγω του υψηλού
ποσοστού ασθενούντος προσωπικού και αλλά και εκπαιδευτικών που ζητούσαν
απεργίες.
Η κυβέρνηση ανακοινώνει επιλεκτικά και αντιφατικά
συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εξ αποστάσεως μάθησης. Κατά
την επιβολή των λοκντάουν, η Βουλγαρία υποτίθεται ότι σημειώνει κορυφαίες
επιδόσεις, αλλά όταν τα μέτρα πρόκειται να χαλαρώσουν, η εξ αποστάσεως μάθηση
αποδεικνύεται ξαφνικά αναποτελεσματική. «Μόνο η εκπαίδευση είναι πιο σημαντική
από την υγεία, γι' αυτό το διακινδυνεύσαμε», υποστήριξε ο υπουργός Παιδείας
πριν από το τελευταίο άνοιγμα των σχολείων νωρίτερα φέτος, λες και διακινδύνευε
τη δική του ζωή.
Προς το παρόν, κάποιοι μαθητές διδάσκονται με σύγχρονη εξ
αποστάσεως, κάποιοι με ασύγχρονη εξ αποστάσεως και κάποιοι παρακολουθούν
μαθήματα και εξ αποστάσεως και δια ζώσης. Λόγω της αποκέντρωσης που περιγράφηκε
παραπάνω, όσοι γονείς φοβούνται περισσότερο τον ιό, ζητούν από τα σχολεία να
συμπεριλάβουν τα παιδιά τους στη σύγχρονη εξ αποστάσεως αντί για την ασύγχρονη
εξ αποστάσεως. Περιττό να πούμε, τέτοιες υβριδικές μέθοδοι μπορούν να είναι
αποτελεσματικές μόνο εάν τα σχολεία είναι κατάλληλα εξοπλισμένα. Και στα
περισσότερα σχολεία αυτό δεν ισχύει.
Τα συνδικάτα επέκριναν την «βολική
φιλοσοφία»
της κυβέρνησης να μεταθέσει την ευθύνη στα σχολεία με το πρόσχημα της αποκέντρωσης
και της αυτονομίας πολύ πριν από την τρέχουσα κρίση. Η προφανής αποτυχία της
κυβέρνησης να οργανώσει τη μάθηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας μαρτυρεί και
για την επιτυχία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 2007.
Η μεταρρύθμιση του 2007 ήταν η απάντηση σε μια πανεθνική
απεργία εκπαιδευτικών για αύξηση μισθών. Αντί όμως να αυξήσει τη χρηματοδότηση,
η κυβέρνηση εισήγαγε ένα νέο σύστημα δημόσιας διαχείρισης (κατ’ εξουσιοδότηση
προϋπολογισμοί, γνωστοί και ως το σύστημα «τα χρήματα ακολουθούν τους μαθητές»),
αναγκάζοντας όλα τα σχολεία να ανταγωνίζονται μεταξύ τους με βάση τον αριθμό
των εγγεγραμμένων μαθητών. Ο διακηρυγμένος στόχος ήταν να δοθεί περισσότερη
«αυτονομία» στους διευθυντές για να διαχειριστούν τα λιγοστά κεφάλαια και να
αποφασίσουν ποια δαπάνη θα περικοπεί προκειμένου να αυξηθούν οι μισθοί. Εκείνη την εποχή φωνές
κριτικής, ακόμη και από ειδικούς εμπειρογνώμονες, προειδοποιούσαν ότι οι κατ’
εξουσιοδότηση προϋπολογισμοί μπορεί να σημαίνουν όχι μόνο την οικονομική
αυτονομία, αλλά και την αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων σχετικά με το
περιεχόμενο της διδασκαλίας και την αποφυγή των ευθυνών. Αυτό ακριβώς που
συμβαίνει σήμερα με τη στροφή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και τη διαχείριση της
υγειονομικής κρίσης.
Η αρχή «το χρήμα ακολουθεί τον μαθητή» μετατρέπει τα
παιδιά σε ένα οικονομικό κεφάλαιο για το οποίο τα σχολεία ανταγωνίζονται, και
τους γονείς σε πελάτες που έχουν δικαίωμα να επιλέξουν ποια παιδιά γίνονται
δεκτά σε ένα συγκεκριμένο σχολείο. Πολλές βουλγαρικές οικογένειες μεσαίας τάξης
αναγκάζουν το σχολείο των παιδιών τους να μην εγγράφει παιδιά από μειονότητες ή
με αναπηρία. Αυτό οδηγεί σε διαχωρισμένα σχολεία, που αγωνίζονται να
προσελκύσουν προσωπικό και χρηματοδότηση. Η δημόσια χρηματοδότηση προορίζεται
κυρίως για μισθούς (έως και 80%), που σημαίνει ότι μόνο τα σχολεία ελίτ, που
είναι ενσωματωμένα στα σωστά δίκτυα, προσελκύουν μέσα από διάφορα προγράμματα
επιπλέον χρήματα για τη βελτίωση των υποδομών τους από ιδιωτικούς και δημόσιους
δωρητές. Τα φτωχά σχολεία δεν μπορούν καν να αγοράσουν χαρτί υγείας ή σαπούνι,
διακινδυνεύοντας τη διάδοση όχι μόνο του COVID-19, αλλά και άλλων μεταδοτικών
ασθενειών. Συνολικά, η αποκέντρωση οδήγησε στο κλείσιμο δεκάδων σχολείων,
ιδιαίτερα σε αγροτικές και φτωχότερες περιοχές, ενώ οι μαθητές και οι μαθήτριές τους συσσωρεύτηκαν σε κάποια
άλλα, μειώνοντας αναπόφευκτα την ποιότητα της εκπαίδευσης των πολλών.
Το επόμενο έτος θα ανακοινωθούν τα νέα αποτελέσματα PISA,
που θα προκαλέσουν ένα νέο γύρο συζητήσεων σχετικά με τις αποτυχίες της
βουλγαρικής εκπαίδευσης, οι οποίες επιδεινώθηκαν από την πανδημία και την εξ
αποστάσεως εκπαίδευση. Όμως, εάν η ίδια η δομή της αποκέντρωσης, των κατ’
εξουσιοδότηση προϋπολογισμών, της αυτονομίας και του ανταγωνισμού δεν αντικατασταθούν
από κάποια άλλη που να βασίζεται στη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την ίση
βασική εκπαίδευση για όλους, είμαστε προορισμένοι να καταλήξουμε στον φαύλο
κύκλο των λιγοστών κέντρων «αριστείας» σε μια θάλασσα αμάθειας.
Των Georgi Medarov και Tania
Orbova .
Πηγή:
https://lefteast.org/from-the-pandemic-to-a-sea-of-ignorance/
Σχόλια